Τόσο τα μηνύματα για την προωθούμενη συμφωνία με τους τροϊκανούς ή «θεσμούς», όσο και οι διαγραφόμενες προοπτικές της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν προσφέρονται για συναισθήματα αισιοδοξίας. Αντίθετα, το ξεθώριασμα των «κόκκινων γραμμών», η αποδοχή της «αξιολόγησης» (δηλαδή του Mνημονίου), οι διαρκείς υποχωρήσεις από τις προγραμματικές εξαγγελίες και δεσμεύσεις, η ευθυγράμμιση στις ευρωατλαντικές συντεταγμένες, η εκτεταμένη χρησιμοποίηση στον κρατικό, κυβερνητικό και διοικητικό μηχανισμό στελεχών του ΠΑΣΟΚισμού, του «σημιτισμού», ακόμα και ανθρώπων που υπηρέτησαν το μνημονιακό καθεστώς, οδηγούν σε πικρά συμπεράσματα για την πορεία που ακολουθείται. Εκτός αν κανείς αφαιρέσει τελείως τις δυνατότητες αλλά και την ελπίδα για μια διέξοδο της χώρας από το δανειακό καθεστώς και τη διαχειριστική υποτέλεια.
Μέσα από την πορεία αυτή, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις -κοινώς τα λόγια- οι πράξεις και οι πρακτικές, η διαχείριση και η διακυβέρνηση, οδηγούν σε μια κεντροαριστερή ανασύσταση του πολιτικού πεδίου και -διά μέσω αυτού- σε μια ευρύτατη συστημική παλινόρθωση.Η κεντροαριστερή φόρμουλα
Η επιβολή των μνημονίων τραυμάτισε βαθύτατα όλα τα πολιτικά κόμματα που τα υπηρέτησαν και βεβαίως τίναξε στον αέρα το δικομματικό σύστημα. Οι τριγμοί ήταν μεγάλοι και έδειξαν -σε όσους μπορούν να το δουν- πως για να περάσουν αυτές οι πολιτικές και να ανασυσταθεί το πολιτικό πεδίο σε συστημικά πλαίσια, χρειάζεται μια ευρύτατη κεντροαριστερή φόρμουλα. Βασικός πυρήνας αυτής της φόρμουλας είναι η αποδοχή ενός οικονομικού μοντέλου, που σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι νεοφιλελεύθερο, με κάποιες μικρές δόσεις «κοινωνικής ευαισθησίας», όσες μπορεί να επιτρέψει βέβαια το μοντέλο αυτό. Η «κοινωνική ευαισθησία» αφορά από τη μια μεριά την είσπραξη σε εκλογικό επίπεδο της φθοράς των καθαρόαιμων νεοφιλελεύθερων μνημονιακών κομμάτων. Από την άλλη, τον χειρισμό του θυμού, της δυσαρέσκειας και του ριζοσπαστισμού, ώστε να μη διοχετευθούν σε άλλα κανάλια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν όρισε τον εαυτό του απέναντι σε μια τέτοια φόρμουλα. Σε παλιότερες εποχές (2004, 2007) έκανε κριτική στην κεντροαριστερή πρόταση και τον κυβερνητισμό, γιατί ήταν ακόμη νωπές οι αποτυχίες της συμμετοχής της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα. Από το 2012, και πιο ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές, ο λόγος του προσομοιώθηκε στο δίπολο «συμβιβασμός-διαπραγμάτευση» που έγινε κυρίαρχο, διευκολύνοντας την κεντροαριστεροποίηση του πολιτικού πεδίου. Σιγά-σιγά το αιτούμενο έπαψε να είναι η σωτηρία της χώρας μέσα από τη ρήξη με το πολιτικό σύστημα και το βάθεμα των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος, και επελέγη ο «έντιμος συμβιβασμός» με τους «εταίρους» και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση. Η πορεία έδειξε ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, καθώς οι δανειστές εμμένουν πεισματικά να αρνούνται την ιδέα του συμβιβασμού. Παράλληλα, όμως, ανοίγει ο δρόμος της κεντροαριστεροποίησης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προχωρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις, διαχείριση και «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», με γενναία μάλιστα ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
Η κοινωνική συνείδηση γαλβανίζεται στην ιδέα του «συμβιβασμού» ως μοναδικής προοπτικής και έτσι ανοίγεται ο δρόμος για καταλυτικές συστημικές ευθυγραμμίσεις. Η επιδεικνυόμενη κοινωνική ευαισθησία δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις οπισθοχωρήσεις που συντελούνται – ακόμα κι αν αυτές δεν συνειδητοποιούνται (αφού ο χρόνος και η πυκνότητα των γεγονότων έχουν πάρει άλλες διαστάσεις από τις συνηθισμένες).
Η κεντροαριστερή φόρμουλα δεν έχει χώρο και ρόλο για τον λαϊκό παράγοντα, για τη λαϊκή κινητοποίηση. Δεν νοιάζεται για αυτόν, τον θέλει απλά ως ψηφοφόρο και τον παθητικοποιεί μέσω της ανάθεσης.
Έχει πολλούς παίκτες
Αν το πέρασμα των πιο αντιλαϊκών συνταγών διευκολύνεται περισσότερο από κεντροαριστερά παρά από ακραία νεοφιλελεύθερες-μνημονιακά πρότυπα διαχείρισης, αυτό το έχουν αντιληφθεί πολλοί και διάφοροι παίκτες που θα πολιτευτούν και θα παίξουν στην κεντροαριστερή όχθη.
Έτσι, πλήθος παραγόντων του χθεσινού πασοκισμού βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μεταβατική στέγη, χρήζονται σε διάφορα κρίσιμα πόστα (τράπεζες, οικονομία, Δικαιοσύνη, εξωτερική πολιτική κ.λπ.) όχι γιατί έχουν προσχωρήσει σε μια ριζοσπαστική πολιτική, αλλά γιατί «πιάνουν» στον αέρα την κεντροαριστερή πρόκληση-ευκαιρία. Επίσης, μεγάλο τμήμα τεχνοκρατών, πρώην πολιτευτών και άλλων που διετέλεσαν σε διάφορες θέσεις του διοικητικού και πολιτικού μηχανισμού συνωστίζονται σε αυτή την «όχθη», καταλαβαίνοντας ότι τη στιγμή που όλα ρευστοποιούνται, μπορεί να υπάρχει θέση και γι’ αυτούς. Ακόμα, μικροί σχηματισμοί, όπως το κόμμα του ΓΑΠ ή παράγοντες που συνδέονται με αυτούς, πλασάρονται, έρχονται σε επαφή, προσδοκούν σε μια νέα εμπλοκή τους. Τέλος, το κόμμα του κ. Θεοδωράκη, το Ποτάμι, με ισχυρές πλάτες στον κεντροαριστερό χώρο, έχοντας στις τάξεις του πλήθος σημιτικών και δημαριτών προβάλλει ως σοβαρός παίκτης στο κεντροαριστερό ταμπλό.
Όλοι αυτοί, ξέροντας ότι τον πρώτο ρόλο στο χώρο τον έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, πιέζουν για πιο ανοικτά κεντροαριστερά σχήματα. Ο Στ. Θεοδωράκης το είπε καθαρά: «Πρωθυπουργό έχουμε, δεν έχουμε κυβέρνηση», ενώ δεν παραλείπει κάθε στιγμή να δείχνει την προθυμία του να στηρίξει ακόμα και νέα κυβερνητικά σχήματα (που θα τον συμπεριλαμβάνουν).
Επομένως, μπορούμε να πούμε μεταφορικά πως σχηματίζεται μια κεντροαριστερή γαβάθα, εντός της οποίας συντελούνται διεργασίες, συνεργασίες, διαμάχες και μηχανορραφίες γύρω από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με κινήσεις και απαιτήσεις του ντόπιου οικονομικού κατεστημένου αλλά και του διεθνικού παράγοντα, ιδιαίτερα των «δανειστών».
Τα όρια και το πραγματικό πρόβλημα
Εντός της κεντροαριστερής ανασύστασης και της ολοκλήρωσής της, από την στιγμή δηλαδή που αποσπά τη διακυβέρνηση, δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως το κέρδισμα χρόνου είναι το κύριο και το βασικό κι ας γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα ή υποχώρηση.
Μέσα σε αυτήν την ψευδαίσθηση, και με την έλλειψη κάποιου άλλου στρατηγικού σχεδίου ή οράματος, ξεχνιέται πως τα περιθώρια «κοινωνικής ευαισθησίας» και καλών σχέσεων με τις υποτελείς τάξεις και στρώματα είναι ελάχιστα όταν εφαρμόζεται η μνημονιακή πολιτική. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αυτή τη φορά δεν θα επαναληφθεί ο «νόμος», δηλαδή η γρήγορη, απότομη φθορά σε κυβερνητικό επίπεδο όποιας δύναμης επιμένει στη διαιώνιση των μνημονιακών συνταγών; Ο ΓΑΠ από 44% μέσα σε δύο χρόνια… απολύθηκε, ο Σαμαράς περίπου το ίδιο.
Όσο κι αν κεντροαριστεροποιείται το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, οι «δανειστές» έχουν κάθε λόγο να τον πιέζουν μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πρώτον, γιατί διαισθάνονται ότι το πολύ το «κυριε-ελέησον», δηλαδή η συνεχής επίκληση του συμβιβασμού, θα οδηγήσει σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, άρα και στη συνολική επιβολή της πολιτικής τους. Δεύτερον, γιατί αν δεν αισθάνονταν σίγουροι ούτε καν με λύσεις σαν τον ΓΑΠ ή τον Σαμαρά, πόσο μάλλον δεν θα αποδέχονταν μια μακροημέρευση της διακυβέρνησης υπό τον Αλ. Τσίπρα. Τρίτον, θα συνεχίσουν να πιέζουν θέτοντας διαρκώς και το πολιτικό ζήτημα μιας διακυβέρνησης «οικουμενικής» και τεχνοκρατικής.
Άρα, αν υποθέσουμε πως είναι αναγκαστικές οι επιλογές του συμβιβασμού («τι άλλο να κάναμε», «δεν είχαμε άλλη επιλογή» κ.λπ.) και του ανοίγματος του δρόμου για την κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο δρόμος για τις βαθιές συστημικές δυνάμεις αποτελεί προσωρινό ενδιάμεσο για την επιβολή μιας βαθιάς συστημικής παλινόρθωσης. Έτσι, η μετάλλαξη του εγχειρήματος προς μια εκδοχή κεντροαριστερού οργανισμού δεν διασφαλίζει παρά εντελώς πρόσκαιρα και προσωρινά τις ηγεσίες που την βλέπουν ως μια κάποια λύση. Η λογική των πραγμάτων οδηγεί σε μια ανοικτά συστημική ευρωπαϊκή κεντροαριστερή εκδοχή στυλ Ποταμιού-ΓΑΠ-ΠΑΣΟΚ.
Ορισμένοι ίσως θεωρήσουν πρόωρες αυτές τις σκέψεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο μακριά βρισκόμαστε από τέτοιες εξελίξεις. Ακόμα πιο ουσιώδες ερώτημα είναι το πόσο πιο κοντά στη σωτηρία της χώρας βρισκόμαστε 100 μέρες μετά τις εκλογές του Γενάρη ή από την άλλη, πόσο πιο κοντά σε μια νέα μνημονιακή άβυσσο; Πόσο κοντύτερα σε αυτήν μας φέρνει η κεντροαριστερή επιλογή και ο διαρκής συμβιβασμός με δηλωμένους εχθρούς;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εγχείρημα ελπίδας και διεξόδου, θα μπορούσε να έχει άλλη πορεία, να κάνει επιλογές που να εμπεριέχουν τόλμη και εμπιστοσύνη στα αιτήματα και τους καημούς της ελληνικής κοινωνίας στις καλύτερες στιγμές της. Ανοίγοντας όλα τα θέματα που αγκαλιάζει η καθολική κρίση, εφευρίσκοντας, στην κυριολεξία, νέες λύσεις μέσω της συμμετοχής της κοινωνίας και μέσα από αντιπαράθεση με το παλιό μνημονιακό και μεταπρατικό κατεστημένο, μέσα από την κινητοποίηση του παραγωγικού και πνευματικού δυναμικού, θα άνοιγαν δρόμοι ελπιδοφόρας μετάβασης. Αυτή η ιστορική δυνατότητα πρέπει να υπηρετηθεί. Ως πρόταση, δυνατότητα και ευκαιρία έχει διατυπωθεί με σαφήνεια από την εποχή των πλατειών, από τις οποίες απέχουμε μόλις 4 χρόνια.
Ο Ρούντι Ρινάλντι είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ
www.rudirinaldi.gr
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν όρισε τον εαυτό του απέναντι σε μια τέτοια φόρμουλα. Σε παλιότερες εποχές (2004, 2007) έκανε κριτική στην κεντροαριστερή πρόταση και τον κυβερνητισμό, γιατί ήταν ακόμη νωπές οι αποτυχίες της συμμετοχής της ευρωπαϊκής Αριστεράς σε κυβερνητικά σχήματα. Από το 2012, και πιο ειδικά μετά τις Ευρωεκλογές, ο λόγος του προσομοιώθηκε στο δίπολο «συμβιβασμός-διαπραγμάτευση» που έγινε κυρίαρχο, διευκολύνοντας την κεντροαριστεροποίηση του πολιτικού πεδίου. Σιγά-σιγά το αιτούμενο έπαψε να είναι η σωτηρία της χώρας μέσα από τη ρήξη με το πολιτικό σύστημα και το βάθεμα των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος, και επελέγη ο «έντιμος συμβιβασμός» με τους «εταίρους» και η παρατεταμένη διαπραγμάτευση. Η πορεία έδειξε ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, καθώς οι δανειστές εμμένουν πεισματικά να αρνούνται την ιδέα του συμβιβασμού. Παράλληλα, όμως, ανοίγει ο δρόμος της κεντροαριστεροποίησης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο προχωρά σε διαδοχικές υποχωρήσεις, διαχείριση και «φτιασίδωμα του υπάρχοντος», με γενναία μάλιστα ανοίγματα προς το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο.
Η κοινωνική συνείδηση γαλβανίζεται στην ιδέα του «συμβιβασμού» ως μοναδικής προοπτικής και έτσι ανοίγεται ο δρόμος για καταλυτικές συστημικές ευθυγραμμίσεις. Η επιδεικνυόμενη κοινωνική ευαισθησία δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις οπισθοχωρήσεις που συντελούνται – ακόμα κι αν αυτές δεν συνειδητοποιούνται (αφού ο χρόνος και η πυκνότητα των γεγονότων έχουν πάρει άλλες διαστάσεις από τις συνηθισμένες).
Η κεντροαριστερή φόρμουλα δεν έχει χώρο και ρόλο για τον λαϊκό παράγοντα, για τη λαϊκή κινητοποίηση. Δεν νοιάζεται για αυτόν, τον θέλει απλά ως ψηφοφόρο και τον παθητικοποιεί μέσω της ανάθεσης.
Έχει πολλούς παίκτες
Αν το πέρασμα των πιο αντιλαϊκών συνταγών διευκολύνεται περισσότερο από κεντροαριστερά παρά από ακραία νεοφιλελεύθερες-μνημονιακά πρότυπα διαχείρισης, αυτό το έχουν αντιληφθεί πολλοί και διάφοροι παίκτες που θα πολιτευτούν και θα παίξουν στην κεντροαριστερή όχθη.
Έτσι, πλήθος παραγόντων του χθεσινού πασοκισμού βλέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μεταβατική στέγη, χρήζονται σε διάφορα κρίσιμα πόστα (τράπεζες, οικονομία, Δικαιοσύνη, εξωτερική πολιτική κ.λπ.) όχι γιατί έχουν προσχωρήσει σε μια ριζοσπαστική πολιτική, αλλά γιατί «πιάνουν» στον αέρα την κεντροαριστερή πρόκληση-ευκαιρία. Επίσης, μεγάλο τμήμα τεχνοκρατών, πρώην πολιτευτών και άλλων που διετέλεσαν σε διάφορες θέσεις του διοικητικού και πολιτικού μηχανισμού συνωστίζονται σε αυτή την «όχθη», καταλαβαίνοντας ότι τη στιγμή που όλα ρευστοποιούνται, μπορεί να υπάρχει θέση και γι’ αυτούς. Ακόμα, μικροί σχηματισμοί, όπως το κόμμα του ΓΑΠ ή παράγοντες που συνδέονται με αυτούς, πλασάρονται, έρχονται σε επαφή, προσδοκούν σε μια νέα εμπλοκή τους. Τέλος, το κόμμα του κ. Θεοδωράκη, το Ποτάμι, με ισχυρές πλάτες στον κεντροαριστερό χώρο, έχοντας στις τάξεις του πλήθος σημιτικών και δημαριτών προβάλλει ως σοβαρός παίκτης στο κεντροαριστερό ταμπλό.
Όλοι αυτοί, ξέροντας ότι τον πρώτο ρόλο στο χώρο τον έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας, πιέζουν για πιο ανοικτά κεντροαριστερά σχήματα. Ο Στ. Θεοδωράκης το είπε καθαρά: «Πρωθυπουργό έχουμε, δεν έχουμε κυβέρνηση», ενώ δεν παραλείπει κάθε στιγμή να δείχνει την προθυμία του να στηρίξει ακόμα και νέα κυβερνητικά σχήματα (που θα τον συμπεριλαμβάνουν).
Επομένως, μπορούμε να πούμε μεταφορικά πως σχηματίζεται μια κεντροαριστερή γαβάθα, εντός της οποίας συντελούνται διεργασίες, συνεργασίες, διαμάχες και μηχανορραφίες γύρω από την πολιτική και οικονομική εξουσία. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με κινήσεις και απαιτήσεις του ντόπιου οικονομικού κατεστημένου αλλά και του διεθνικού παράγοντα, ιδιαίτερα των «δανειστών».
Τα όρια και το πραγματικό πρόβλημα
Εντός της κεντροαριστερής ανασύστασης και της ολοκλήρωσής της, από την στιγμή δηλαδή που αποσπά τη διακυβέρνηση, δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως το κέρδισμα χρόνου είναι το κύριο και το βασικό κι ας γίνεται με οποιοδήποτε τίμημα ή υποχώρηση.
Μέσα σε αυτήν την ψευδαίσθηση, και με την έλλειψη κάποιου άλλου στρατηγικού σχεδίου ή οράματος, ξεχνιέται πως τα περιθώρια «κοινωνικής ευαισθησίας» και καλών σχέσεων με τις υποτελείς τάξεις και στρώματα είναι ελάχιστα όταν εφαρμόζεται η μνημονιακή πολιτική. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αυτή τη φορά δεν θα επαναληφθεί ο «νόμος», δηλαδή η γρήγορη, απότομη φθορά σε κυβερνητικό επίπεδο όποιας δύναμης επιμένει στη διαιώνιση των μνημονιακών συνταγών; Ο ΓΑΠ από 44% μέσα σε δύο χρόνια… απολύθηκε, ο Σαμαράς περίπου το ίδιο.
Όσο κι αν κεντροαριστεροποιείται το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, οι «δανειστές» έχουν κάθε λόγο να τον πιέζουν μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Πρώτον, γιατί διαισθάνονται ότι το πολύ το «κυριε-ελέησον», δηλαδή η συνεχής επίκληση του συμβιβασμού, θα οδηγήσει σε περαιτέρω οπισθοχωρήσεις, άρα και στη συνολική επιβολή της πολιτικής τους. Δεύτερον, γιατί αν δεν αισθάνονταν σίγουροι ούτε καν με λύσεις σαν τον ΓΑΠ ή τον Σαμαρά, πόσο μάλλον δεν θα αποδέχονταν μια μακροημέρευση της διακυβέρνησης υπό τον Αλ. Τσίπρα. Τρίτον, θα συνεχίσουν να πιέζουν θέτοντας διαρκώς και το πολιτικό ζήτημα μιας διακυβέρνησης «οικουμενικής» και τεχνοκρατικής.
Άρα, αν υποθέσουμε πως είναι αναγκαστικές οι επιλογές του συμβιβασμού («τι άλλο να κάναμε», «δεν είχαμε άλλη επιλογή» κ.λπ.) και του ανοίγματος του δρόμου για την κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ο δρόμος για τις βαθιές συστημικές δυνάμεις αποτελεί προσωρινό ενδιάμεσο για την επιβολή μιας βαθιάς συστημικής παλινόρθωσης. Έτσι, η μετάλλαξη του εγχειρήματος προς μια εκδοχή κεντροαριστερού οργανισμού δεν διασφαλίζει παρά εντελώς πρόσκαιρα και προσωρινά τις ηγεσίες που την βλέπουν ως μια κάποια λύση. Η λογική των πραγμάτων οδηγεί σε μια ανοικτά συστημική ευρωπαϊκή κεντροαριστερή εκδοχή στυλ Ποταμιού-ΓΑΠ-ΠΑΣΟΚ.
Ορισμένοι ίσως θεωρήσουν πρόωρες αυτές τις σκέψεις. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο μακριά βρισκόμαστε από τέτοιες εξελίξεις. Ακόμα πιο ουσιώδες ερώτημα είναι το πόσο πιο κοντά στη σωτηρία της χώρας βρισκόμαστε 100 μέρες μετά τις εκλογές του Γενάρη ή από την άλλη, πόσο πιο κοντά σε μια νέα μνημονιακή άβυσσο; Πόσο κοντύτερα σε αυτήν μας φέρνει η κεντροαριστερή επιλογή και ο διαρκής συμβιβασμός με δηλωμένους εχθρούς;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως εγχείρημα ελπίδας και διεξόδου, θα μπορούσε να έχει άλλη πορεία, να κάνει επιλογές που να εμπεριέχουν τόλμη και εμπιστοσύνη στα αιτήματα και τους καημούς της ελληνικής κοινωνίας στις καλύτερες στιγμές της. Ανοίγοντας όλα τα θέματα που αγκαλιάζει η καθολική κρίση, εφευρίσκοντας, στην κυριολεξία, νέες λύσεις μέσω της συμμετοχής της κοινωνίας και μέσα από αντιπαράθεση με το παλιό μνημονιακό και μεταπρατικό κατεστημένο, μέσα από την κινητοποίηση του παραγωγικού και πνευματικού δυναμικού, θα άνοιγαν δρόμοι ελπιδοφόρας μετάβασης. Αυτή η ιστορική δυνατότητα πρέπει να υπηρετηθεί. Ως πρόταση, δυνατότητα και ευκαιρία έχει διατυπωθεί με σαφήνεια από την εποχή των πλατειών, από τις οποίες απέχουμε μόλις 4 χρόνια.
Ο Ρούντι Ρινάλντι είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ
www.rudirinaldi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου