Για ένα τμήμα της ελληνικής Αριστεράς, ολιγάριθμο αλλά εξαιρετικά στοχαστικό μες στον ελευθερόφρονα αντιδογματισμό του, το Τείχος του Βερολίνου είχε πέσει δύο δεκαετίες πριν από την πτώση του: στις 21 Αυγούστου 1968. Για ορισμένους από τους πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας στο στρατόπεδο εξορίστων της Λέρου, στο Παρθένι, η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, με την οποία έληξε βίαια η σύντομη «Ανοιξη της Πράγας», λειτούργησε σαν στυγνό τελεσίγραφο προς τη συνείδησή τους. Και απάντησαν με τον μόνο τρόπο που άρμοζε στις πεποιθήσεις τους, τις οποίες η κομματική ορθοδοξία χλεύαζε σαν «χαοτικές», εξ ου και το όνομα «ΧΑΟΣ» που αποδόθηκε στην ομάδα τους: με τη δημόσια καταγγελία της εισβολής.
Τα περιστατικά τα ιστόρησε στην «Κ» ο Αντώνης Καρκαγιάννης, κρατούμενος στο Παρθένι, στις 21.8.2008 – στα τριάντα χρόνια μιας μέρας που σημάδεψε την Αριστερά διεθνώς, και με ξεχωριστό τρόπο τη διασπασμένη ελληνική Αριστερά. Παραθέτω:
«Από τα χαράματα της 21ης Αυγούστου άρχισαν να έρχονται οι ειδήσεις για την εισβολή. Παρόλο που η ένταση των προηγουμένων ημερών προμήνυε την καταιγίδα, δεν πιστεύαμε ότι θα ερχόταν η στιγμή της απροκάλυπτης στρατιωτικής εισβολής και της ωμής βίας. Καθώς το σκέφτομαι εκ των υστέρων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το μονολιθικό και ανελεύθερο σοβιετικό καθεστώς (που πίστευε ακόμη ότι είναι παντοδύναμο και ακλόνητο), δεν είχε άλλη διέξοδο. Μικρή μόνο μερίδα των εξορίστων το έβλεπαν από τότε: Η βία και ο καταναγκασμός ήταν πλέον η εσωτερική νομοτέλεια του “κρατικοποιημένου σοσιαλισμού”, δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτήν. Προς το μεσημέρι της ίδιας μέρας μερικοί συνεξόριστοι συζητούσαμε για ένα σύντομο κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον της εισβολής. Δεν πιστεύαμε ότι η διαμαρτυρία μιας δράκας αριστερών κρατουμένων της ελληνικής χούντας θα είχε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα, το παραμικρό. Οτι θα συγκινούσε οποιονδήποτε. Πράγματι δεν είχε, παρ’ όλο ότι δημοσιεύτηκε σε δύο-τρεις μεγάλες εφημερίδες της Δυτικής Ευρώπης. Θεωρούσαμε όμως χρέος μας ηθικό και πολιτικό (επειδή ακριβώς ήμασταν αριστεροί κρατούμενοι μιας δικτατορίας) να διαμαρτυρηθούμε κατά της βίας και του καταναγκασμού. Ηταν η αναγκαία επιβεβαίωση της πολιτικής μας θέσης. Ηταν ένα σύντομο κείμενο που την τελική του μορφή την επεξεργάστηκε ο μακαρίτης δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο αξέχαστος Σπύρος Λιναρδάτος. Το υπέγραψαν 65-70 κρατούμενοι από ένα σύνολο περίπου 500 κρατουμένων. Θεωρώ ύψιστη τιμή ότι και η δική μου υπογραφή υπάρχει κάτω από αυτό το κείμενο διαμαρτυρίας».
Είχα την τύχη να γνωρίσω –και ουσιαστικά να μεγαλώσω δίπλα τους– αρκετούς «χαοτικούς». Ολοι θεωρούσαν ύψιστη τιμή την υπογραφή τους στο κείμενο-κατηγορώ, που τους απελευθέρωσε με τον πιο καθαρό τρόπο από το «πρέπει» της αυτολογοκρισίας («πρέπει επειδή το Κόμμα ξέρει, πρέπει επειδή παραμονεύει ο ταξικός εχθρός, πρέπει επειδή οι σοσιαλιστικές χώρες είναι υπό καπιταλιστική περικύκλωση, πρέπει...»). Ενας από αυτούς, ο Στέφανος Στεφάνου, συνοψίζει τη σημασία της διαμαρτυρίας της Λέρου στο βιβλίο του «Στέφανος Στεφάνου: Ενας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς (1941-1971)» («Θεμέλιο», 2013). Μιλάει για τις σκέψεις των «χαοτικών» (ή, καλύτερα, «χαοϊκών»):
«Μεταξύ των άμεσων μέτρων που διατυπώνονταν και κυκλοφορούσαν στις συζητήσεις όσων ανήκαν στο “ΧΑΟΣ” ήταν η διακοπή των σχέσεων με την ηγεσία και τον οργανωτικό ιστό του ΚΚΕ που έδρευε στις ανατολικές χώρες και η απεμπλοκή των αγωνιζόμενων Ελλήνων αριστερών από την εξάρτηση από τη μητροπολιτική Μέκκα του κομμουνισμού, τη Μόσχα. [...] Η τελευταία αυτή επιδίωξη εκφράστηκε δημόσια από τις δυνάμεις του “ΧΑΟΥΣ” και ένα μικρό τμήμα των οπαδών της τάσης του Εσωτερικού με τη δημόσια καταγγελία της στρατιωτικής εισβολής της Σοβιετικής Ενωσης και των υπόλοιπων Ανατολικών στην Τσεχοσλοβακία το καλοκαίρι του ’68 και της κατάλυσης της ανεξαρτησίας της.
Αντικειμενικά, η καταδίκη αυτή εξέφραζε και την άποψη για τη ρήξη των δεσμών του ελληνικού αριστερού κινήματος με την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ και την επιλογή, όσο επέτρεπαν οι περιορισμοί του χαρακτήρα του κειμένου, ενός δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, δηλαδή την απεμπλοκή από τον λενινιστικό δρόμο της δικτατορίας του προλεταριάτου και της μονοκομματικής διαχείρισης της λαϊκής εξουσίας».
Αναθεωρητισμός; Ρεφορμισμός; Αντισοβιετισμός; Φυσικά. Ολα μαζί κι άλλα τόσα. Διότι το μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, αυτό που έμενε πιστό στην παράδοση, εννόησε το 1968 την εισβολή όπως την εννόησε και στα μετέπειτα χρόνια, όπως την εννοεί και σήμερα. Τίποτε πιο χαρακτηριστικό από το άρθρο ενός μέλους της Ιδεολογικής Επιτροπής της Κ.Ε. του ΚΚΕ στον «Ριζοσπάστη», στις 25-26 Αυγούστου 2018: «Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από τα γεγονότα του Αυγούστου του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, δηλαδή από την προσπάθεια αποτροπής της επιχείρησης αντεπανάστασης, οργανωμένης από δυνάμεις που δρούσαν μέσα και έξω από τη χώρα. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, κάθε χρόνο χύνεται πολύ μελάνι. Αστοί και οπορτουνιστές ιστοριογράφοι και αναλυτές συμπράττουν στην αντισοσιαλιστική προπαγάνδα, στην επιχείρηση διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, προβολής της παρέμβασης της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών ως ωμής επέμβασης και εισβολής στο εσωτερικό της χώρας». Το Κόμμα ξέρει. Και αφού ξέρει, δεν μαθαίνει.
Δεν μπαίνει δηλαδή στον κίνδυνο του αναστοχασμού, της αυτοαμφισβήτησης, της αυτοκριτικής, της εναρμόνισης με την Ιστορία εντέλει.
Οι θέσεις των δογματικών αριστερών για το Τείχος είναι ακόμα πιο απλή: Ηταν «το σύμβολο της υπεράσπισης της ειρήνης και των εργατικών κατακτήσεων» (ξανά από τον «Ριζοσπάστη», τίτλος άρθρου για τα «Είκοσι χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου», 15.11.2009).
Μια απόδοση στα καθ’ ημάς του ορισμού «Αντιφασιστικό τείχος προστασίας» που έδινε το ανατολικογερμανικό καθεστώς σ’ αυτή την κατασκευή των πολλών χιλιομέτρων με τους χιλιάδες φύλακες και τα εκατοντάδες σκυλιά, η οποία άντεξε από τις 13.8.1961 έως τις 10.11.1989. Ούτε ο «εξωνημένος» Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το έριξε το Τείχος, με την περεστρόικά του, ούτε οι πραγματικοί πράκτορες, Αμερικανοί και άλλοι, σαν αντίγραφα ηρώων των ταινιών που κατασκεύαζε μαζικά η ψυχροπολεμική προπαγάνδα. Ο λαός το έριξε. Και μάλιστα ο από μέσα λαός, της Ανατολικής Γερμανίας, ο εγκλωβισμένος στην ανελευθερία, τον βρόχο της οποίας δεν τον χαλαρώνουν ούτε στο ελάχιστο η δωρεάν παιδεία και περίθαλψη ή η φτηνή θέρμανση, αν όντως υπάρχουν. Και δεν πιστεύω να υπήρξε ούτε ένας Ανατολικογερμανός που να πούλησε κομματάκια του Τείχους σαν σουβενίρ σε τουρίστες.
Τριάντα χρόνια από την πτώση του Τείχους δύο τινά πρέπει να σημειωθούν. Πρώτον, υπάρχει ακόμα μία πρωτεύουσα κράτους της Ευρωπαϊκής Ενωσης κομμένη στα δύο: η Λευκωσία. Και δεύτερον, η Ευρώπη από το ένα Τείχος όδευσε σε κάμποσους φράχτες και νέα τείχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου