του Λάμπρου Χήτα*
Αδιαμφισβήτητα, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα ιστορικών διαστάσεων με πρωτόγνωρη διεθνή εμβέλεια. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου θα σημαδέψει βαθιά τον κοινωνικό και πολιτικό ιστό και θα επιταχύνει όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές που καθορίζουν την πορεία της ελληνικής κοινωνίας. Η δυναμική των πολιτικών διακυβευμάτων των ελληνικών εκλογών ξεπερνούν κατά πολύ το άμεσο εθνικό επίπεδο και εμφανίζεται να εμπεριέχουν ευρύτερη ευρωπαϊκή αλλά ακόμη και διεθνή σημασία.
Το ερώτημα που τίθεται στην εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, αφορά το εάν θα συνεχιστεί η κοινωνική και πολιτική λαίλαπα των μνημονίων και της οικονομικής, δημοκρατικής και εθνικής υποτίμησης της ελληνικής κοινωνίας, ή θα επιχειρηθεί μια αλλαγή πορείας με την εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης, εν προκειμένω της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο το ερώτημα, αδιαμφισβήτητα, είναι δυνατό να αναγνωστεί με μια μεγάλη ποικιλία υποπροσδιορισμών και σημάνσεων που αφορούν επιμέρους συστατικά της πολιτικής και ταξικής πάλης (απολύσεις, κλείσιμο επιχειρήσεων, ανεργία, μισθοί, συντάξεις, περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια, κλειστά σχολεία, φορολογία, εργασιακά-πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ρατσισμός, δικαιοσύνη, ασφάλεια, μετανάστευση από και προς την Ελλάδα, παραβατικότητα, καταστολή, κοινωνικός έλεγχος του κράτους και των επιχειρήσεων, χρέη, νόμισμα, χρηματοδότηση, επιτόκια, παραγωγικός σχεδιασμός, δημοκρατία, εθνική κυριαρχία, διεθνισμός κ.λπ.). Σε αυτήν την πολιτική συγκυρία ιστορικής σημασίας για τη χώρα μας, αυτά τα θέματα συναρθρώνονται σε ένα μεγάλο και ιστορικής σημασίας ερώτημα:
«Νίκη της Αριστεράς και αλλαγή πορείας» ή ήττα και συνεπακόλουθη συνέχιση του ακροδεξιού κοινωνικού μοντέλου που προωθεί η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου και η οχύρωση και η εμπέδωση της πολιτικής και οικονομικής επέλασης του κεφαλαίου, της Ε.Ε., του ΔΝΤ.
Το γεγονός αυτό, το να αποτελεί, δηλαδή, έναν άμεσα εφικτό πολιτικό στόχο η διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας από την Αριστερά σε μια χώρα της Ευρώπης, και να διαθέτει, πλέον, τη δυνατότητα πολιτικών πρωτοβουλιών εθνικής ή ακόμη και διεθνούς κλίμακας, αποτελεί τεράστιας σημασίας πολιτική επιτυχία για την ελληνική Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ), ανεξαρτήτως των υποκειμενικών προσδιορισμών της κάθε επιμέρους δύναμης. Το στοιχείο αυτό είναι αντικειμενικό, ανεξάρτητα από το εάν μικροκομματικές σκοπιμότητες και ιστορικά διαμορφωμένες αντιθέσεις μεταξύ αυτών των δυνάμεων, συγκαλύπτουν ή μειώνουν την πολιτική αξία αυτού του γεγονότος και ανεξάρτητα από το εάν και σε ποιο βαθμό οι δυνάμεις αυτές μπορούν να ανταλλάξουν με τον πολιτικό-εκλογικό ριζοσπαστισμό που ανακύπτει.
Άλλωστε, αυτή η ιστορικής σημασίας δυνατότητα για την ελληνική Αριστερά και εν προκειμένω για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα ήταν απολύτως αδύνατο να συντελεστεί, χωρίς τη συνεχή παρέμβαση, αγωνία και διεκδίκηση του λαϊκού παράγοντα, χωρίς τους μεγάλους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες όλης της περιόδου από το 2010 έως σήμερα (δεκάδες πανεργατικές απεργίες, πλατείες, Κερατέα, Χαλυβουργία, Σκουριές, ΕΡΤ, αντιφασιστικό κίνημα, κίνημα για την τιμωρία των δολοφόνων του Φύσσα, κίνημα συμπαράστασης στον Ρωμανό κ.λπ.). Επίσης, θα ήταν αδύνατη αυτή η δυνατότητα χωρίς την ιστορία και του βαθιούς δεσμούς του ελληνικού αριστερού κινήματος και του ελληνικού λαού, χωρίς την ιστορική ικανότητα της Αριστεράς να συμμετέχει, να εμπνέει, να οργανώνει και να καθοδηγεί μεγάλους πολιτικούς και πατριωτικούς αγώνες. Όπως, επίσης, θα ήταν αδύνατη αυτή η δυνατότητα, χωρίς την ανάληψη συγκεκριμένης πολιτικής ευθύνης από την πλευρά της Αριστεράς και εν προκειμένου από την ηγεσία και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, εάν δεν τιθόταν με αποφασιστικότητα η προοπτική σχηματισμού αριστερής κυβέρνησης. Αδιαμφισβήτητα, έχουμε μπροστά μας μια ιστορικής σημασίας γνήσια ριζοσπαστική αριστερή έκφραση του ελληνικού λαού. Το στοιχείο αυτό δεν είναι απαλλαγμένο από διαλεκτικές αντιφάσεις, οι οποίες, όμως, με κανένα τρόπο δεν μπορούν να αναιρέσουν την ουσία αυτής της διαπίστωσης.
Η ανάγνωση αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την άποψη που επιχειρεί να προβάλει η αστική τάξη και οι δυνάμεις των media και των τραπεζών, που έχουν καθοδηγήσει την πενταετή νεοφιλελεύθερη μνημονιακή επέλαση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η θεαματική ενίσχυση της ελληνικής Αριστεράς είναι συγκυριακή και αποτελεί κάποιου είδους πολιτικό κόλπο, μια μαζική πολιτική εξαπάτηση του ελληνικού λάου από πολιτικούς ταχυδακτυλουργούς, ένα ενδημικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που διέπεται από προδιάθεση εργασιακής παθητικοποίησης και ροπής στις εύκολες και άκοπες λύσεις. Με αυτήν την ανάγνωση η εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως μια μεγάλη πολιτική απάτη, όπου το πρόγραμμα άμεσης ενίσχυσης των λαϊκών νοικοκυριών δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί χωρίς δημοσιονομική εκτροπή, όπου η αλλαγή δημοσιονομικής πολιτικής του ελληνικού κράτους δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρήξη με τους πιστωτές, όπου η ρήξη με τους πιστωτές δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολιτική σύγκρουση με την Ε.Ε., όπου η σύγκρουση με την Ε.Ε. δεν μπορεί να γίνει χωρίς έξοδο από το ευρώ, όπου η έξοδος από το ευρώ δεν μπορεί να γίνει χωρίς την καταστροφή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που αυτό αναγκαστικά οδηγεί στην καταστροφή των ελληνικών επιχειρήσεων, της ίδιας της χώρας, κ.ο.κ. Άποψη που τελικά θέλει κάθε δυνατότητα εθνικής, ταξικής, και ατομικής ελευθερίας και χειραφέτησης να έχει, πλέον, οριστικά καταλυθεί προς όφελος των τραπεζών και της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Ανεξάρτητα από τον μηχανιστικό τρόπο με τον οποίο εκφράζονται αυτές οι επαγωγές, το βαθύτερο στοιχείο είναι ότι οι κυρίαρχες τάξεις, είτε αρνούνται είτε δεν μπορούν καν να διακρίνουν τις βαθύτερες πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία και επιχειρούν να συσκοτίσουν τις δυνατότητες που σηματοδοτεί μια αριστερή εκλογική νίκη και πολιτική επικράτηση για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, προβάλλοντας ως κύρια ενδεχόμενα είτε την άμεση εκλογική ήττα της πρότασης τη αριστερής κυβέρνησης είτε το ενδεχόμενο μιας σύντομης αριστερής παρένθεσης.
Είναι ένα τεράστιο σφάλμα για τις υπόλοιπες δυνάμεις της ελληνικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), εάν και όταν αυτές εμπεδώνουν, στοιχηματίζουν, συναινούν, η ακόμη και απλώς αφήνουν να αναπαράγεται η ίδια επιχειρηματολογία απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ. Η αναπαραγωγή από τις δυνάμεις της κουμμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς των ίδιων επιχειρημάτων με τον συνασπισμό εξουσίας, δηλαδή ότι η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται σε ένα πολιτικό κόλπο χωρίς δημοσιονομικό, πολιτικό, προγραμματικό και θεσμικό αντίκρισμα, που αναπαράγει τη λογική «του καναπέ» της ανάθεσης και της πασοκικής διαχείρισης, δεν έχει να προσφέρει τίποτα στην ελληνική κοινωνία και απολύτως τίποτα και στις ίδιες αυτές δυνάμεις που αναπαράγουν ή απλώς συμπίπτουν με την επιχειρηματολογία του μνημονιακού συνασπισμού. Μια τέτοια κριτική αντικειμενικά αρνείται να προσλάβει, να αναλύσει, να μετρήσει την κοινωνική και πολιτική δυναμική που αναδύεται και παραγράφει τα πραγματικά προχωρήματα που επιχειρεί να κάνει ο ελληνικός λαός σε ένα εχθρικό διεθνές τοπίο κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η ανάγνωση αυτή αρνείται να αναλύσει κριτικά και αυτοκριτικά το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε στην κυρίαρχη έκφραση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην μνημονιακή Ελλάδα, δίνοντας μια ορισμένη πολιτική διέξοδο στα κοινωνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν όλη αυτή την περίοδο. Το αποτέλεσμα αυτό δεν ήταν προδιαγεγραμμένο. Η ιστορία θα μπορούσε να αναδείξει και άλλα αποτελέσματα. Θα μπορούσαν και άλλες δυνάμεις να είχαν δώσει στα κινήματα προοπτικές άμεσης πολιτικής διεξόδου και να μοιράζονται την προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ , όπως άλλωστε θα μπορούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ να απέχει από αυτή την προοπτική και να μην υπάρχει σήμερα καμία πολιτική διέξοδος για τα κοινωνικά κινήματα.
Σε κάθε περίπτωση, είναι θεμιτή και εντελώς απαραίτητη η δημοσία ανοικτή και συντροφική κριτική και γιατί όχι ρηξικέλευθη πολιτική αντιπαράθεση, μεταξύ των δυνάμεων της Αριστεράς. Επίσης, είναι απαραίτητος ο προγραμματικός διαχωρισμός και η επεξεργασία διαφορετικών στρατηγικών. Συνεπακόλουθα, απολύτως θεμιτή και αναγκαία είναι και η οργανωτική αυτοτέλεια των δυνάμεων της Αριστεράς, στον βαθμό που σήμερα κανένας από τους δρόμους που μπορούμε να στοχαστούμε προς μια σοσιαλιστική κοινωνία, χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση, δεν μπορεί να αποκλείσει τους υπόλοιπους. Το γεγονός αυτό, όμως, ούτε καταλήγει ούτε δικαιολογεί τη σεχταριστική αυτοαναφορική άρνηση των δυνάμεων της Αριστεράς να συμμετάσχουν στα πολιτικά μέτωπα που ίδια η συγκυρία της ταξικής και πολιτικής πάλης διαμορφώνει με τον ειδικό κάθε φορά πολιτικό συσχετισμό που διαμορφώνεται εντός της λαϊκής συμμαχίας και τον αναντικατάστατο ρόλο των λαϊκών μαζών στη διαμόρφωση αυτού του συσχετισμού.
Αναμφίβολα, το θέμα των όρων διεθνοποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, ο πολιτικός ρόλος της Ε.Ε. απέναντι στην ελληνική δημοσιονομική κρίση ή ακόμη και το ευρώ, ως μηχανισμός αναπαραγωγής της κυριαρχίας των τραπεζών και του χρηματιστικού κεφαλαίου, πάνω στις ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις των κοινωνιών, δεν πρέπει ούτε να συγκαλύπτεται ούτε και να ωραιοποιείται. Από την άποψη αυτή, αξίζει κάθε κριτική προς τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένο το γεγονός πως γύρω από τα θέματα αυτά εμφανίζεται μία πολύ μεγάλη προγραμματική καθυστέρηση, παλαντζάρισμα η ακόμη και υποχώρηση (συνεχής περιορισμός και υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ πίσω από τη συνεδριακά κατοχυρωμένη θέση «Καμιά θυσία για το ευρώ»). Το γεγονός αυτό, όμως, σε τίποτα δεν δικαιολογεί την αδυναμία των αριστερών δυνάμεων να συμπαραταχθούν με τον ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα: της άμεσης ανακούφισης του ελληνικού λαού με ένα πολιτικό πρόγραμμα (σαν αυτό που εξαγγέλθηκε στην Θεσσαλονίκη) στο θέμα τη κατάργησης των μνημονιακών νόμων, στο θέμα της άμεσης πολιτικής ήττας και έκπτωσης της ακροδεξιάς κυβέρνησής Σαμαρά. Διαδικασία που αναπάντεχα θα ανοίξει και όλη την ατζέντα των θεμάτων: αναφορικά με τις δανειακές συμβάσεις, τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και φυσικά και της ανάγκης ελέγχου της νομισματικής ισοτιμίας και της ρευστότητας.
Εάν είναι σωστή η θεώρηση πως οι λαοί δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία (προφανώς μέσα σε δοσμένες ιστορικά συνθήκες), εάν είναι σωστό πως οι κοινωνίες εξελίσσονται μέσα από την πιο προωθημένη και συνειδητή πάλη των εργαζομένων και των ριζοσπαστικών πολιτικών κινημάτων, τότε αναμφίβολα δεν υπάρχει χώρος για τη μοιρολατρία και την αναμονή των καταλληλότερων συνθηκών από την δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, προκειμένου αυτές να μπουν στον αγώνα για την παραδειγματική πολιτική ήττα των κυβερνήσεων και του συνασπισμού των μνημονίων. Δεν μπορεί να είναι επαναστατική η τακτική της αναμονής των καλύτερων συνθήκων και γενικότερα η αναμονή και η ανάθεση των πρωτοβουλιών στις επιλογές της μοίρας δεν εμπεριέχει τίποτα το επαναστατικό. Οι επαναστάτες οφείλουν να μπαίνουν μέσα στις πολιτικές μάχες της εποχής τους, να παρεμβαίνουν συνειδητά στις πολιτικές εξελίξεις, να συναντιούνται με το λαϊκό αίσθημα και προσδοκία, να ανοίγουν δρόμους για την κοινωνική πλειοψηφία, να εξυπηρετούν το κοινωνικά αναγκαίο. Να προετοιμάζουν και να μην απαιτούν ως προδεδομένα τα ακόμη μεγαλύτερα προχωρήματα που έχει ανάγκη η διαδικασία της εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης.
Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς θα όφειλαν να κατανοούν πως στις 25 Γενάρη δεν χτίζουμε την αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επιχειρούμε να ανατρέψουμε τη σημερινή κυβέρνηση. Την ώρα της μάχης, η ουδετερότητα ή η «Αντίστροφη Ιεράρχηση» είναι μια αυτοαναφορική πολυτέλεια, εντελώς συντηρητική από κοινωνική άποψη. Στους δρόμους, στους συλλόγους και στα σωματεία αγωνιζόμαστε, στις εκδηλώσεις και στα έντυπα ζυμωνόμαστε, στις μετωπικές πρωτοβουλίες οργωνόμαστε, στις εκλογές ψηφιζόμαστε με στόχο να εμποδίζουμε την αστική τάξη να επιβάλει τις κυβερνήσεις που επιλέγει. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε αυτά τα επίπεδα και να συντονιζόμαστε με τον λαϊκό παράγοντα, εάν θέλουμε να είμαστε αποτελεσματικοί σε αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε.
Η νίκη της αριστερής κυβέρνησης στις 25 Γενάρη δεν είναι ούτε σίγουρη ούτε δεδομένη. Αντίθετα, ο αντίπαλος διαθέτει τεράστιες πολιτικές εφεδρείες, κρυμένες μέσα στο «Βαθύ Κράτος» που είναι δυνατό να αξιοποιηθούν ανά πάσα στιγμή για την αποτροπή αυτής της νίκης. Εάν, τελικά, αυτή η αριστερή νίκη συμβεί (και αυτό ο λαός δικαιούται και μπορεί να το επιβάλει), τότε έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ακόμη πιο προωθημένοι στόχοι θα είναι εφικτοί για τη λαϊκή συμμαχία. Άλλωστε, καθαυτή, αυτή η ενδεχόμενη πολιτική νίκη μεταβάλει το πολιτικό τοπίο κατά την ίδια την ποσότητά της. Μετέχει της υλικότητας των συνθηκών που δημιουργούνται μαζί της. Η συνθήκη αυτή εγγυάται ότι κάθε επιλογή υποχώρησης, κάθε κυβερνητική ταλάντευση θα είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει απέναντι σε ένα λαό που προχωράει μπροστά και που αισθάνεται ικανός να αντεπιτεθεί.
Αντίθετα, μια ενδεχόμενη ήττα της Αριστεράς σήμερα και μια εδραίωση και οχύρωση της πολιτικής της μνημονιακής φτώχειας και της κινηματικής καταστολής και απόγνωσης θα οδηγήσει το λαϊκό κίνημα σε πολύ μεγάλο πισωγύρισμα. Σήμερα πρέπει να παλέψουμε για τη νίκη και αύριο οργανώνουμε την αντιπολίτευση, όπου και όταν θα πρέπει.
Η Πρωτοβουλία των 1000, διατηρώντας την πολιτική της αυτοτέλεια και πιστή στις βασικές της αναφορές για την άμεση κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, για την ανάγκη άμεσης εθνικοποίησης των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, για την ανάγκη άμεσης πολιτικής ρήξης με την Τρόικα, την Ε.Ε., το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, την ανάγκη συστηματικής πολιτικής προετοιμασίας του λαϊκού παράγοντα για αντίσταση σε κάθε εκβιασμό αναφορικά με το ευρώ και το τραπεζικό σύστημα, με ενεργή την ανοιχτή πρόταση για συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς στο διαλεκτικό πλαίσιο «Καμιά θυσία για το ευρώ», στηρίζει την προοπτική της αυτοδύναμης αριστερής κυβέρνησης και παλεύει με όλες της τις δυνάμεις για την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Στην προσπάθεια αυτή καλεί για συμμετοχή και συμπαράταξη όλον τον κόσμο της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς (οργανωμένο και ανένταχτο) να συμβάλει με όποιον τρόπο μπορεί στην πολιτική αυτή μάχη, για την αριστερή εκλογική νίκη και πολιτική επικράτηση.
*Μέλος της Πρωτοβουλίας των 1.000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου