Apollinaire (left) and André Rouveyre, 1914. |
Γκιγιώμ Απολλιναίρ * "Λου τριανταφυλλο μου"
Λου είσαι το τριαντάφυλλό μου
Τα οπίσθια σου τα υπέροχα δεν είναι το πιο
όμορφο τριαντάφυλλο ;
Τα στήθη σου τα στήθη σου τα αγαπημένα δεν
είναι κι αυτά τριαντάφυλλα ;
Και τα τριαντάφυλλα δεν είναι κι αυτά ωραίες
μικρές Λου
Που τις μαστιγώνουμε όπως το αεράκι
Χτυπά των τριανταφύλλων τα οπίσθια
Παραμελημένη
Λου τριαντάφυλλο μου
Μου έστειλες τα φύλλα σου
Ω μικρή θεά
Δημιουργείς τα τριαντάφυλλα
Φτιάχνεις τα φύλλα
Τριαντάφυλλα
Μικρές γυμνές γυναίκες που χορεύουν
Με ευγένεια
Πάνω σε κούνιες λικνίζονται
Με γυαλιστερά φουστάνια
Tραγουδούν το πιο όμορφο άρωμα το πιο δυνατό
το πιο γλυκό
Λου τριαντάφυλλό μου ω τελειότητά μου σ’ αγαπώ
Kαι είναι με χαρά που κινδυνεύω να τσιμπηθώ
Για χάρη της ομορφιάς
Σ’ αγαπώ σε λατρεύω δαγκώνω σιγανά τα φύλλα σου
Τριαντάφυλλο που βασιλεύεις στα λουλούδια Λου
βασίλισσα των γυναικών
Σε φέρνω στην άκρη των δακτύλων ω Λου ω
τριαντάφυλλο
Στην άκρη των δαχτύλων και σε κρατώ σφιχτά
Μέχρι που λιποθυμάς
Όπως λιποθυμά το άρωμα
Από τα τριαντάφυλλα
Σ’ αγκαλιάζω Λου και σε λατρεύω
* Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ (Guillaume Apollinaire, 25 Αυγούστου 1880 - 9 Νοεμβρίου 1918) ήταν Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και κριτικός τέχνης.
Ζωή και έργο
Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου του 1880 στη Ρώμη της Ιταλίας. Ήταν νόθο τέκνο Πολωνέζας μητέρας και Ιταλού πατέρα. Η μητέρα του Αντζέλικα ντε Κοστροβίτσκι ήταν μια ανυπότακτη γυναίκα ελευθερίων ηθών που είχε πάθος να παίζει στο καζίνο. Γεννημένη στο Νοβογκρόντεκ ( τώρα στη Λευκορωσία) είχε αριστοκρατική καταγωγή από την Σλάχτα. Ο πατέρας του εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος, κατά μία εκδοχή ήταν ιερωμένος υψηλότατης βαθμίδας στο Βατικανό. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν επίσκοπος, ενώ κυκλοφορούσαν και φήμες ότι επρόκειτο και για τον ίδιο τον Πάπα. Πιθανότερη εκδοχή είναι πατέρας του να είναι ο Francesco Flugi d'Aspermont, Ιταλο-Ελβετός αριστοκράτης. Σε κάθε περίπτωση ο πατέρας του εξαφανίστηκε πολύ νωρίς από τη ζωή του. Ο Απολλιναίρ κρατούσε κρυφή την καταγωγή του και νεότερος υποκρινόταν ότι ήταν Ρώσος πρίγκιπας.
Μεγάλωσε στο Μονακό και στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου η μητέρα του έπαιζε σε καζίνο και χαρτοπαικτικές λέσχες και του έμαθε Γαλλικά και άλλες γλώσσες. Ήταν καλοφαγάς, με δυνατή φωνή και είχε έντονη προσωπικότητα και ευρεία μόρφωση. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε ηλικία είκοσι ετών και ξεκίνησε την ενασχόληση με τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας ποιήματα σε διάφορα περιοδικά. Το 1903 ίδρυσε το πρώτο δικό του περιοδικό, La revue immoraliste. Αρθρογράφησε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά ως κριτικός τέχνης.
Στο Παρίσι συνδέθηκε με την κοινότητα των μποέμ καλλιτεχνών της Μονμάρτρης και αργότερα του Μονπαρνάς. Υπήρξε πολύ δημοφιλής στους καλλιτεχνικούς κύκλους και σχετίστηκε με σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ζωρζ Μπρακ, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Αντρέ Σαλμόν, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ρενέ Νταλίζ, ο Ζαν Κοκτώ, ο «Τελώνης» Ρουσσώ, ο Αντρέ Ντεραίν, ο Πιερ Ρεβερντί, ο Αλφρέ Ζαρύ, ο Μπλεζ Σαντράρ, ο Ερίκ Σατί, ο Οσίπ Ζαντκίν, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Μαρσέλ Ντυσάν και η Μαρί Λωρενσέν, που υπήρξε και ερωμένη του. Δημιούργησε παράλληλα και έχθρες, όπως με τον ελληνικής καταγωγής Ζαν Μωρεάς, του οποίου την ποίηση θεωρούσε ξεπερασμένη. Ήταν εκείνος που οργάνωσε το Κυβιστικό δωμάτιο 41 στο Salon des Independants το 1911. Την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Ομάδας Πιτώ, ενός κλάδου του κυβιστικού κινήματος.
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1911 είχε εμπλοκή μαζί με τον Πικάσο στην υπόθεση κλοπής της Μόνα Λίζα. Και οι δύο κατηγορήθηκαν (αδίκως) για κλοπή και συνελήφθησαν από την αστυνομία. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, ενώ ο Απολλιναίρ ελευθερώθηκε μετά από πέντε ημέρες. Ο τρομοκρατημένος Απολλιναίρ έγραψε ποιήματα απελπισίας από τη φυλακή και περιέπεσε σε μελαγχολία. Η σύντομη κράτηση του ήταν ένα ισχυρό σοκ που τον στιγμάτισε τραυματικά. Αμαυρώθηκε σοβαρά η φήμη του και η αξιοπιστία του. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1911, η εφημερίδα «Paris Soir» ανέφερε ότι ο Απολλιναίρ είναι ο «αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας».
Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές L' enchanteur pourrissant (1909) (η πρώτη του ποιητική συλλογή), Le bestiaire (Το συναξάρι των ζώων) (1911) και το Alcools (1913), το οποίο και τον καθιέρωσε ως ποιητή. Το 1907, ο Απολλιναίρ έγραψε την γνωστή ερωτική νουβέλα «Έντεκα Χιλιάδες Βέργες (Les Onze Mille Verges). Επίσημα απαγορευμένη στην Γαλλία μέχρι το 1970, κυκλοφορούσε ευρέως σε διάφορες παράνομες εκτυπώσεις για πολλά χρόνια. Ο Απολλιναίρ ποτέ δεν παραδέχτηκε δημοσίως ότι είναι δική του. Μια άλλη ερωτική νουβέλα που του αποδίδεται είναι «Οι περιπέτειες ενός νεαρού Δον Ζουάν» (Les exploits d'un jeune Don Juan), στις οποίες ο 15χρονος ήρωας γίνεται πατέρας τριών παιδιών από διάφορα μέλη του περιβάλλοντος του, συμπεριλαμβανομένης και της θείας του. Το βιβλίο διασκευάστηκε το 1987 σε ταινία, καθώς επίσης και σε κόμικ.
Το 1914 είχε έναν σύντομο δεσμό με τη Λουίζ ντε Κολινύ και κατόπιν με τη δασκάλα Μαντλέν Παζ, την οποία αρραβωνιάστηκε. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στον γαλλικό στρατό και πολέμησε στο μέτωπο της Καμπανίας ώς το 1916, οπότε και τραυματίστηκε στο κεφάλι από θραύσμα σε έκρηξη όλμου, ενώ διάβαζε σε ένα χαράκωμα. Επέστρεψε με άδεια αναρρώσεως στο Παρίσι, όπου κυκλοφορούσε με μπανταρισμένο το κεφάλι και φορώντας την στρατιωτική του στολή με τα παράσημα. Η διάθεση του «βάρυνε» και άρχισε να αναπτύσσει έναν πατριωτισμό για τη Γαλλία, της οποίας οραματίζεται την νίκη στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτές οι τάσεις του, καθώς και η αμφίεσή του, αποτελούσαν συχνά στόχο πειραγμάτων.
Σε αυτές τις συνθήκες, το 1917 έγραψε το θεατρικό έργο Οι μαστοί του Τειρεσία, με το οποίο παρακινούσε τους Γάλλους να κάνουν παιδιά για την πατρίδα τους. Στην εισαγωγή του θεατρικού εισήγαγε τον όρο σουρεαλισμός, τον οποίο χρησιμοποίησε επίσης για το πρόγραμμα της παράστασης μπαλέτου Parade του Ζαν Κοκτώ και του Ερίκ Σατί, που έκανε την πρεμιέρα του στις 18 Μαΐου του 1917. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε και ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο: L'Esprit nouveau et les poètes.
Πέθανε από ισπανική γρίπη την 9η Νοεμβρίου του 1918, στο διαμέρισμα του στην Σεν-Ζερμέν, έξι ημέρες πριν τελειώσει ο πόλεμος με τον οποίο είχε τόσο παθιαστεί. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν ο Πικάσο και άλλοι εκπρόσωποι της μποέμ καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού. Το 1918 εκδόθηκαν μετά θάνατον οι πειραματικές εντυπώσεις του από τον πόλεμο, με τον τίτλο Καλλίγραμμα (Calligrammes). Ο όρος calligrammes αργότερα καθιερώθηκε για να περιγράψει αυτό το είδος της απεικόνισης ενός ποιήματος, που υιοθετήθηκε και από άλλους ποιητές, κυρίως του υπερρεαλισμού.
Επιμέλεια : Μπάμπης Μπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου