Το Περιστέρι Της Ανατροπής

Στόχος της ιστοσελίδας είναι να παρουσιάσει τα τοπικά (και όχι μόνο...) προβλήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους, την νεολαία στις Δυτικές συνοικίες και τις αντιστάσεις τους...Για επικοινωνία : thanasis.ane@gmail.com

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ "Πέντε Μάγκες Του Περαιά"

Έφτασε στην Ελλάδα φέρνοντας μαζί του, περίεργους τρίχορδους ταμπουράδες, που το μέγεθός τους, ως προς το ελεύθερο μήκος της χορδής, έφθανε, ο μεν μεγάλος τα 64 cm, ενώ ο μικρότερος, είχε αντίστοιχο μήκος χορδής τα 52 cm.

Εξ αυτών των οργάνων, μάλλον, ο Πειραιώτης κατασκευαστής οργάνων, Κυριάκος Πεσμαζόγλου η Λαζαρίδης, έκανε αντιγραφές, έχοντάς τα ως μοντέλα.

Τα όργανα αυτά δεν μπορούσαν να τα παίξουν άλλοι δεξιοτέχνες των εγχόρδων, σε όλον τον Πειραιά, αλλά και εξ όσων είχαν δοκιμάσει, παρά μόνον αυτός, που δεν ήταν άλλος από τον:

Γιοβάν Τσαούς (το λοχία του τουρκικού στρατού – εξ ου κ’ η τσαούς = λοχίας παρωνυμία του).

Το κανονικό του όνομα, ήταν Γιάννης Ετσειρίδης ή Γιάννης Ειντζιρίδης ή Γιάννης Ιντζιρίδης.

Γεννήθηκε το 1893 στην Κασταμονή του Πόντου.


Πέθανε τον Οκτώβριο του 1942 στις 22:00 – ενώ μετά από πέντε περίπου ώρες τον ακολούθησε η γυναίκα του Αικατερίνη, στη Κοκκινιά Πειραιά Αττικής.

Τα γεγονότα της καταστροφής του 1922, μέσ’ στην «κοσμοσυρροή», στη λαίλαπα στο φόβο και στον τρόμο, που ακολούθησε ολόκληρη αυτή τη γενιά, φεύγει κι αυτός με προορισμό την Ελλάδα και τον αναγκαστικό δρόμο της προσφυγιάς.

Το 1923 βρίσκεται ήδη στον Πειραιά.

Μέσα σε λίγα χρόνια καταφέρνει η οικογένειά του να χτίσει ένα σπίτι κοντά στον ΟΛΠ, κατάσταση που του επιτρέπει να παντρευτεί την Αικατερίνη Χαρμουτζή ή Χουρμούζη, το 1927.

Έχοντας από μικρός ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, αποκτώντας μεγάλη εξοικείωση με τα έγχορδα που έπαιζε η οικογένειά του, έφτασε να γνωρίζει πολύ καλά τη χρήση πολλών - πολλών οργάνων όπως:

σάζι, ούτι, ταμπουρά, τζουρά, γόνατο, μπαγλαμά, βιολί, μπουζούκι, ταμπούρ, πιάνο και άλλα όργανα που τον καθιστούσαν αναμφισβήτητο μοναδικό δεξιοτέχνη, ξεχωριστό στον κύκλο των γνωστών, μοναδικό μουσικό.

Από τα δεκαοχτώ του κιόλας, είχε ήδη καταξιωθεί στη Μικρά Ασία.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στον τουρκικό στρατό, ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, καλεί τον Γιοβάν Τσαούς στο σαράι του, προκειμένου να παίξει για το χαρέμι του.

Ο Γιοβάν Τσαούς, ένας τραγουδιστής ο Μπουχράν και ο Ζουρναλή Μεμέτ, ήσαν οι τυχεροί, που δεν ευνουχίστηκαν, παρ’ όλο που βρέθηκαν μέσα στα παλάτια και στα ιδιαίτερα, του Τούρκου Σουλτάνου, χαρέμια.

Όταν του ζητούσαν να παίξει σε διάφορα μαγαζιά, είχε τη στερεότυπη απάντηση, με τη φράση, που μάλλον είναι αληθινή:

«Δε θα παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες» και με την οποία, σηματοδοτεί την απαξίωσή του, προς τον τρόπο διασκέδασης, τον ξεπεσμό του μουσικού επαγγέλματος, την ποιότητα των θαμώνων, την ακαταλληλότητα των μαγαζατόρων, όλης εκείνης της εποχής.

Η κατάσταση, όπως τη βρήκε, αλλά και όπως είχε εξελιχτεί στα επόμενα λίγα χρόνια, τον ανάγκασε να μην ασχοληθεί, «σχεδόν», ποτέ με το επάγγελμα του μουσικού ούτε και να βιοποριστεί όμως ποτέ ως μουσικός.

Έτσι, στο ισόγειο του σπιτιού του, ο Γιοβάν Τσαούς και η Αικατερίνη Καραγιώργη Χουρμούζη ή Χαρμουτζή, ιδρύουν ραφτάδικο, που από κοινού εκμεταλλεύονταν έως το 1930.

Λίγο αργότερα 1931-1932 ανοίγουν ένα οινομαγειρείο, κοντά στην περιοχή του Περάματος, αργότερα πάλι μετατρέπουν το ραφτάδικο σε οινομαγειρείο το 1933.

Η ενασχόλησή του με τη μουσική, η ικανότητά του με τα όργανα, το ταλέντο του, αναλίσκεται, στην κατεύθυνση της προσωπικής του ευχαρίστησης, αλλά και των οικείων του ή των φίλων του.

Το είδος των μοναδικών μακρόσυρτων ταξιμιών, που εισήγαγε στην Ελλάδα, με την έλευσή του, άφηναν μακράν πίσω του, όλους τους εγχώριους μουσικούς, ανακοινώνοντας ταυτόχρονα, την ύπαρξη, μιας άλλης μοναδικής μουσικής σχολής, που άνθιζε στην Ανατολή, αλλά που έμελλε μετά την καταστροφή, να πάψει η ακμή της.

Με την σύζυγό του, που αγαπούσε ιδιαίτερα, όπως όλα αυτό μαρτυρούν, δούλευαν μαζί στο ραφείο, στο οινομαγειρείο, στη σύνταξη των τραγουδιών τους, αφού όλα, αλλά και όλοι οι διάφοροι δικοί τους άνθρωποι, λένε πως, των τραγουδιών τους στίχους, αυτή τους έγραφε.

Έζησαν μια σύντομη ζωή, 1927 μέχρι τον Οκτώβριο του 1942, όπως ακριβώς την ήθελαν, με αγάπη αλληλοκατανόηση, με την κοινή πορεία των δεκαπέντε περίπου ετών, να τους οδηγεί, στο χαμό.

Έναν άδικο χαμό, που προήλθε από τροφική δηλητηρίαση, (πείνας ένεκεν), από χαλασμένο αλεύρι, που προήλθε από στάρι ή καλαμπόκι που είχε μείνει πολλές μέρες στη θάλασσα.

Μέσα σε λίγες ώρες το ζεύγος, με πρώτον τον Γιοβάν και σε λίγες ώρες την Αικατερίνη, οδηγήθηκε στο θάνατο.

Για τη δυσκολία χρήσης κατά το παίξιμο των οργάνων του, αναφέρεται ένα συμβάν, σύμφωνα με το οποίο ο Μάρκος, άφησε κάποια στιγμή κάτω το μπουζούκι του, με το οποίο έπαιζε εκείνη τη στιγμή, για να πάρει από τα χέρια του Γιοβάν Τσαούς το δικό του. Προσπάθησε να συνεχίσει με αυτό, αλλά ζοχαδιάστηκε τόσο πολύ, που παρ’ ολίγον να το σπάσει, λέγοντας:

«Αυτό το πράμα ξέρει μόνο ένα αφεντικό»…

Παραθέτω πάρα κάτω στίχους από τα δώδεκα, ευρισκόμενα/αναφερόμενα/καταγεγραμμένα επισήμως, προσωπικά τραγούδια του Γιοβάν Τσαούς. Είναι ίσως τα μόνα που έχουν σωθεί με τ’ όνομά του. Ήταν πλατειά διαδεδομένο, το γεγονός, πως του ’κλεβαν τα τραγούδια, ενώ τα μοναδικά που έγραψε σε δίσκους ήσαν αυτά τα δώδεκα κομμάτια, στη διάρκεια 1936 – 1939 οπότε κ’ η μεταξική λογοκρισία.

Ο πρόωρος χαμός τους ζεύγους, άφησε ένα κενό. Ίσως η ιστορία της μουσικής να εμπλουτιζότανε με άλλες κατευθύνσεις που ο Γιοβάν Τσαούς θα το οδηγούσε.

Η έλευση των μορφωμένων στο λαϊκό τραγούδι, το επερχόμενο κύμα του αρχοντορεμπέτικου, οι απαγορεύσεις της λογοκρισίας, ο απόηχος της εθνικής αντίστασης, οι εξορίες που ακολούθησαν, ίσως να οδηγούσαν σε πιο έντεχνες διαδικασίες, από πλευράς στίχου (εκ μέρους της Αικατερίνης), αλλά και από πλευράς μουσικής εκ μέρους του Άριστου, (απ’ όλους) Καταξιωμένου, Μεγάλου αυτού οργανοπαίχτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου