Τραυλίζοντας οἰκουμένη καθὼς
ἡ πραγματικότητα χωλαίνει κι ὅπως
ἀσπροφωλιάζει ἡ λευτεριὰ στὸν ἄστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τὴ σώτειρα τήξη.
(Νὰ ἰδοῦμε ἂν ἡ ἄνοιξη θὰ συνδράμει τὰ ὄνειρά μας.)
Ἕνας ναύτης: Τὸ μυαλὸ πῶς μαλακώνει στὰ Οὐράλια;
Ἕνας ἄλλος ναύτης: Τί θέλεις νὰ πεῖς; Δὲν κατάλαβα.
μουχλιάζει τὸ τηλέφωνο, εὐδαιμονία
Νοστάλγησα τὰ ὀρυχτὰ τὴν ἄφωνη
θηλαστική μου ἱερότητα
κι ἀνατρέχω στὸν ὕπνο ποὺ μὲ σῴζει
εἶναι ὁ πρόχειρος θάνατος
ἕνα κλούβιο ρολόι
χωρὶς τὰ πρὶν καὶ χωρὶς τὰ μετὰ
δὲν ᾖρθα δὲ φεύγω θὰ σταματήσω.
- Ἡ ἐξουσία εἶναι τῆς Ἱστορίας ἡ εὐκοιλιότητα.
- Στὸ χωριό μου τὴ λένε γλεντοκώλα.
.............
- Φθέγγομαι τρόμο. Καὶ ἐπιτέλους τί νομίζεις πῶς εἶναι
τὰ ἰδανικά; Εἶναι ὅπως ἀλευρώνουμε τὰ ψάρια πρὶν
ἀπὸ τὸ τηγάνισμα.
...........
Δούλα τοῦ φωτὸς πεταλούδα, φτερὰ καὶ χνούδι
σὲ ἐξωφρένεια!
Ὁ ἔκλυτος Δίας κρατεῖ κεραυνοὺς ἀναφαίρετους
δίχως ἀκόμη πυροδότηση
χορταίνοντας ὅραση βλακείας
καθεζόμενος ὑπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ᾿ ἡ μούρη τῶν ἀλόγων τοῦ Φαέθοντα ἔναντι τοῦ
κενοῦ με ἄφρη κοσμικῆς ὕλης.
Ἀσθενοφόρο γρήγορα γιὰ τὸν βασιλέα Λήρ!
Εὐωδιάζουμε ἀπὸ τρέλα.
Δὲν πιάνουν τὰ φρένα,
χανόμαστε στὴ διαιρετότητα τοῦ Ζήνωνα.
................
Ἡ Ἄννα (ποὺ πλησιάζει): Τί νέα ἔχουμε ἀπ᾿ τὴν πραγματικότητα;
......
Νικολάι: Φοβᾶμαι, σύντροφε. Καὶ ἡ ἐπίθεση ἐπίκειται.
Ὁ Λένιν ἔχει ἐμπλακεῖ στὴ μοῖρα.
- Πανάκριβα ραφτικά.
.............
- Οὐτοπία.
- Μὰ ὅμως ἀναιρέσαμε τὸ δάσος.
- Βροχὲς μανάδες ... Ἄραχλε!
Νὰ καὶ ὁ τρισάθλιος ἥλιος. Μιὰ χλεμπόνα
στ᾿ οὐρανοῦ τὸ κατεστημένο.
..............
- Μὲ σφίγγει μία ἀλήθεια, τῆς παραδίνομαι. Μὲ σφίγγει μία
ἄλλη, κι αὐτηνῆς τῆς παραδίνομαι. Διατρέχοντας τοῦ μυαλοῦ
τὴν ὠμότητα. Λέω αἷμα τοῦ ψύλλου κι ἀμέσως
ὀσφραίνομαι ρούμι.
- Παραδέρνεις. Ἀλλὰ ἐμένα τὰ μάτια μου διεκδικοῦσαν ἑνότητα
ὀπτικῆς, ἐκκένωση τραγῳδίας. Οὐδέποτε ὑπέφερα τὶς
ἀντιφάσεις. Ἀμφὶ καὶ ρέπω, ὄχι!
- Χρεμετίζεις φαντασία.
[Τὴν ἡμέρα ἐκείνη γεννήθηκα μόνος μου, δὲν εἶχα βιολογικὸ
προηγούμενο. Σούρθηκα στὴν τρώγλη τῆς ἁπλῆς ἀριθμητικῆς.
Ἐκεῖ διαλάμποντας ἐνωτίστηκα κόκαλα.]
Ὑπερφίαλο φῶς ἰσχνότητα τοῦ ἔρωτα!
Τί νᾶν τὰ λέμε. Αὐτοψυχίατρος εἶναι ὁ ποιητὴς
μὲ καθαρὸ οἰνόπνευμα.
Κυρίως θὰ λεγᾳ θεοσταγὴς καὶ προ-ἰοῦσα σφῆκα.
Θὰ γαλαζώσει πάλι.
- Μὰ εἶναι κι ὁ ἄλλος ἔρωτας, ὁ γενετήσιος.
- Τί νὰ σοῦ κάνει αὐτός. Ἂν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στὴ
μελαγχολία μου.
.....................
Εἴθε νὰ μὴν ὑπῆρχα
μαβὴς ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς, ἀλητεία.
Κι ἂν εἶπα τὶς προάλλες τὴ ζωὴ ἀντίρρηση τοῦ σκούληκα
δὲν ἔπαψε νὰ φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
ἡ ἀπελπισία.
Θὲς τὸ ζῷο θὲς ὁ ἅγιος τίμημα ἡ ἀπουσία.
Κορφόνυχα μὲς στὴ φωτιὰ σὲ ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου καὶ χρόνια
ἔκανα ῾γὼ τὸ μπόι μου βλαστοβολώντας ὕψος
χωρὶς νὰ συμβουλεύομαι
κακοὺς ὀνειροκρῖτες καὶ θολὰ μαντεῖα.
Δὲν ἀναμέτρησα κινδύνους, ἀποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στὰ χρυσάνθεμα ὁρκίστηκα στὴ χλόη
κι ὅπως ρεκάζει ἐπιστήθιος ἄνεμος ἀπὸ βροχερὰ
συμπεράσματα
στὰ ἐρυθρὰ χαλάσματα τοῦ ἥλιου ξαναφαίνομαι
κι ἀνιστορῶ τὰ ρόδινα νεφρά μου.
...............................
Εἴτε στὸν ὕπνο (πὰξ) εἴτε στὴν ἐγρήγορση (κοὰξ) ὀνομάζομαι
γοργὰ μελλοθάνατος.
..............
Θρομβώδη φυλλώματα, συνεσθίομαι
μαζὶ μὲ τ᾿ ἄνθη
διασχίζω τοὺς γάμους τῶν θάμνων
ἀναφλέγοντας τὸ γραφτό μου σὲ ἄναρθρους
ὄρθρους
κι ἀποτυχίζω τὴν ἀπόγνωση κατακείμενος
ὄρθιος.
............
Λέω συχνὰ τὰ νεφρά μου θὰ ὑπερισχύσουν.
Ἐν τούτοις μαθητεύω πιὰ συνέχεια σὲ τρόμο
κάθε βράδυ ξαναστοχάζω πὼς ὄχι
δὲ θὰ ξυπνήσω
κάθε πρωὶ ξεριζώνω φλέγματα ὑποφέροντας
μίαν ἄγρια ναυτία ποὺ δὲν ἐξελίσσεται ὁλότελα
κι ἀνατριχιάζω
κάτι νύχτες μὲ ἐθελούσιο μαῦρο κάτι νύχτες
ἀπὸ τεράστια αἱμοχαρῆ φεγγάρια
γιὰ νὰ διαλευκάνω ἐπιτέλους τὰ ἄσπρα μου
μαλλιὰ ὡς τὴ συντέλεια.
Δὲ θυμᾶμαι θυμάρι ποὺ νὰ μὴν ἀνάδωσε πάντοτε
τὴν εὐωδιά του
μὲ ἥλιους ὀρεινοὺς ἀναφωνήματα στὴ μνημοσύνη.
Δὲν ξέρω τί κάνει τὸ συκῶτι μου δὲν ξέρω
τί κάνει ἡ καρδιά μου
μαστίζομαι ἀπὸ ἔνοχη θέαση κι ἀνωφερῆ
ἀχτημοσύνη
χαράζω σύμφωνα καὶ ἐκφέρω φωνήεντα φρίκης.
- Θρησκευτικὴ ὑπόθεση. Κι ὁ χρόνος τώρα δὲν εἶναι
μαγνητοταινία τῆς αἰωνιότητας. Ἀνακρούεται ἐπιστήμη,
κουκιὰ μετρημένα. Μὰ εἶναι ἀμπόρετο νὰ τσιμπήσει κανεὶς
τὴ θάλασσα.
Ἡ Ἱστορία τελικὰ συναναστρέφεται ἀγάλματα.
...............
- Τί ἐστὶ λάμψη;
- Ποιὸς ἀποφάσισε τὰ πτώματά μας;
--------------------
- Ξέχειλα τὰ ὁράματά μας. Ἐμπλουτισμένοι ἀθανασία.
- Νυμφίοι τῆς ἐλπίδας ἀρουραῖοι.
[Λάμπουμε ὅλοι στὴν Κρονστάνδη. Στὴν πιὸ περήφανη γεωγραφία]
....................
Σὲ βοερὰ μνημόσυνα βορᾶς κι ἀθῴας βαρβαρότητας
μὲ πετεινῶν ἀθλήματα στοὺς χαμηλόκορμους οὐρανοὺς
ὡσότου πιάσουν ἕνα γῦρο οἱ βροχάδες τὰ πρωτόνερα
ὥσπου νὰ ἀνοίξει τῆς χυνοπωριᾶς τὸ κατουροβάρελο.
Θά ῾τανε πέρσι.
Ρεμβώδη νοήματα, τυραγνία τοῦ βῆχα, σκελετὸς ἀπὸ μέσα .....
...........
[Βραδυάζει στὸ κείμενο.
Ἡ κατακρήμνιση τοῦ ἀπογεύματος: ὡριμότητα.]
- Ἂν ἕλιωνε ὁ πάγος, ἂν τοὺς προλάβαινε ἡ Ἄνοιξη ...
........δὲν ἔχει ὅρια ἡ εὐφράδεια τῆς Σταύρωσης
οὔτε τὸ πορτοκαλὶ ποὺ μὲ τύφλωνε
φωσφορίζοντας
μὰ ἐγὼ τὴ γλῶσσα τὴν ἀποκλήρωσα
δὲ μαζεύω ψυχοχάρτια χαζεύω τὴν ἀγριότητα
οἱ καιόμενες πορφυρὲς δεκαετίες
ἀπὸ ὑδρόγεια νόηση
καὶ ἀναπηδᾷ στὴ χύτρα τοῦ πεπρωμένου
ὁ χόχλακας.
Φεγγάρι μου βγαλμένο μάτι ρεμβάζω σου
τ᾿ ἀσπράδι.
.....................
Ἐγὼ λοιπὸν ἔκπληχτος ἀπὸ χέρι διαστέλλω γαλαξίες
κι ἀνατείνομαι ὄνειρος
ἀποβάλλοντας τὸ πραγματικὸ κι ἀναθυμούμενος μόλις
ἐκείνη τὴν ἀρτηρία τοῦ ἀόρατου
τὴν πλεξούδα τοῦ καπνοῦ σὲ ἀνώδυνο ὕψος .
Ἐδῶ ἐπιμένουμε ὅλοι.
- Ἄννα, τί συμβαίνει;
- Ἄρχισε ἡ ἐπίθεση.
- Ἄννα, ἔχε γειά, θὰ πεθάνουμε.
- Νικολάι, σ᾿ ἀγαποῦσα ὁλόκληρη.
- Μίαν ἄλλη φορά, θὰ ξαναγίνει, Ἄννα
.................................
διεδίδοτο δὲ ἐκάστῳ καθότι ἂν τὶς χρείαν εἶχεν -
KRONSTADT
*Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο. Οι γονείς του ήταν η Κωνσταντίνα Πιτσάκη και ο Δημήτρης Καρούζος. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ιερέας και δάσκαλος και συνέβαλαν σημαντικά στα πρώτα παιδικά του χρόνια στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ιδιαίτερα η πλούσια βιβλιοθήκη του ιερέα παππού του. Το 1944 ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές στην γενέτειρά του και την ίδια περίοδο εντάσσεται στην Ε.Π.Ο.Ν.Ναυπλίου στο τμήμα διαφώτησης. To 1945 εισάγεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Τον Ιούνιο του 1946 γλιτώνει από σύλληψη και εκτέλεσή του από την Οργάνωση Χ. Την επόμενη χρονιά εξορίζεται στην Ικαρία για πέντε μήνες. Το 1951 υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και το 1953 εξορίζεται πάλι, στη Μακρόνησο. Νοσηλεύτηκε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου απαλλάχθηκε από την στρατιωτική θητεία χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, για λόγους υγείας. Το 1955 παντρεύεται τη Μαρία Δαράκη με την οποία χωρίζει μετά από μερικούς μήνες. Εγκαταλείπει τις σπουδές στη Νομική και την προοπτική να γίνει δικηγόρος. Αρχίζει να συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύοντας πoιήματα και άλλα πεζά κείμενα, όπως τα Αθηναϊκά Γράμματα, Επιθεώρηση Τέχνης, Νέα Εστία, Ευθύνη, Σύνορο, Διαγώνιος. Το 1961 βραβεύεται με το Β' Κρατικό Βραβείο ποίησης και το 1962 με Α΄Βραβείο ποίησης της Ομάδας των Δώδεκα. Το 1962 παντρεύεται για δεύτερη φορά, με την Μαίρη Μεϊμαράκη με την οποία χωρίζει το 1980. Τον Μάιο του 1967 συλλαμβάνεται για δηλώσεις που έκανε σε βάρος του Παττακού. Το διάστημα 1983-1984 και το 1986 εργάζεται στο Γ' Πρόγραμμα της Ε.Ρ.Α κάνοντας εκπομπές για την λογοτεχνία. Το 1988 βραβεύεται με το Κρατικό Λογοτεχνικό βραβείο ποίησης. Αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας (καρδιολογικά, κατανάλωση αλκοόλ, διάγνωση καρκίνου). Νοσηλεύεται σε διάφορες κλινικές της Ελλάδος και του εξωτερικού (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1986 στο Σωτηρία, Μάρτιος του 1989-διάγνωση καρκίνου, Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1990 Λονδίνο). Πεθαίνει στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990 στο Νοσοκομείο Υγεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου